ισοβαθμώ

ισοβαθμώ
ισοβάθμησα, έχω τον ίδιο βαθμό: Οι ομάδες της πόλης μας ισοβάθμησαν στο πρωτάθλημα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ισοβαθμώ — ισοβαθμώ, ισοβάθμησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”